- φιλιόκβε
- τοάκλ. (λ. λατ.), όρος που δηλώνει το δόγμα της δυτικής και της προτεσταντικής Eκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα (Θεό), αλλά και από το Γιο (Χριστό).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.